Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ

Guayasamin, Série ‘Tα Χρόνια της Οργής’, Τα χέρια της κραυγής, 1963-65.

Όταν κάποιος ψεύδεται απευθύνεται σε κάποιον άλλον, τον οποίον προσπαθεί να πείσει για κάτι. Το ψεύδος λοιπόν είναι ένας λόγος, έστω και αν κάποιες φορές απευθύνεται στον ίδιον τον εαυτό. Γιατί τότε ένα μέρος του εαυτού μιλά και ένα άλλο μέρος του ακούει.

Ο ψευδής λόγος μεταφέρει μια πληροφορία ή καλύτερα μια γνώση στον άλλον, ο οποίος δεν την γνωρίζει. Αν ο άλλος γνωρίζει την αλήθεια ή την πραγματικότητα του πράγματος, τότε δεν μπορεί εύκολα να υπάρξει ψέμα Αν το αληθές το δούμε με μια περισσότερο αριστοτελική έννοια, σαν αυτό που είναι κατακυρωμένο στη γνώση μιας κοινότητας, τότε αυτή η έννοια πλησιάζει την έννοια του πραγματικού.

Το ψεύδος λοιπόν είναι μία μη αληθής πρόταση, η οποία  υποδύεται τη  γνώση του πραγματικού. Έτσι αλλάζει το είδος της εκάστοτε πραγματικότητας. Άρα το ψέμα ανήκει στην κατηγορία του λόγου και της γνώσης και μεταδίδει μια εμπρόθετα λανθασμένη γνώση, αντίθετη από εκείνη του είδους και της φύσης της πραγματικότητας και αν γίνει αποδεκτό, τότε την παραποιεί και την ανατρέπει.

Το ψέμα σαν γνώση εμπεριέχει συγχρόνως και τη γνώση της αλήθειας. Δηλαδή, αυτός που λέει ψέματα γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια. Γιατί αν δεν την γνώριζε τότε ο λόγος του θα ήταν ίσως λανθασμένος αλλά όχι ψευδής.  Ο ψευδής λόγος λοιπόν είναι μια συνειδητή πράξη. Αν δεν ήταν συνειδητή δεν θα ήταν ψέμα. Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας από μία άποψη είναι ψυχολογικό ψέμα. Δεν εμπίπτει όμως στην κατηγορία του ψεύδους που ερευνούμε, ακριβώς γιατί δεν είναι συνειδητό γεγονός αλλά ασυνείδητο και κατά συνέπεια δεν έχει ηθικό νόημα, ενώ αντίθετα το συνειδητό ψεύδος έχει ηθικό νόημα, δηλαδή, είναι κακό.

Το ψεύδος, αλλάζοντας στο νου του άλλου  τη γνώση για την πραγματικότητα, αλλάξει τις σκέψεις του, την κριτική του δυνατότητα, τους τρόπους των αντιδράσεών του, τις πράξεις του και τη ζωή του. Έτσι ο ψευδόμενος μπορεί να χρησιμοποιήσει τον άλλον λιγότερο ή περισσότερο για δικό του όφελος ή μπορεί να τον οδηγήσει σε λάθος δρόμο, ή να τον οδηγήσει στην καταστροφή.

Το ψεύδος άλλοτε εμπεριέχει δύναμη και  άλλοτε είναι αδύνατο. Δυνατο είναι όταν ο άλλος δεν γνωρίζει και αδύνατο είναι όταν ο άλλος έχει γνώση του πράγματος, οπότε ο ψευδής λόγος εκπίπτει σαν ένα άχρηστο είδος. Είναι επίσης δυνατό, όταν αυτός που το εκφέρει έχει κύρος, το οποίο αποδέχεται αυτός που το προσλαμβάνει. Δύναμη επίσης έχει όταν αυτός που προσλαμβάνει τον ψευδή λόγο δε μπορεί να κρίνει ή δεν έχει εμπιστοσύνη στη δική του κρίση, αλλά περιμένει πάντα κάποιον άλλον να σκεφτεί και να  κρίνει για λογαριασμό του. Σε έναν άνθρωπο που ξέρει να κρίνει, ο ψευδής λόγος είναι πολύ αδύνατος και τρωτός. Το ψεύδος είναι επίσης δυνατό—και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό—όταν το περιεχόμενο του λόγου εναρμονίζεται με το προσωπικό μύθο του αποδέκτη, τις ψυχολογικές του άμυνες, και το αξιολογικό του σύστημα. Όταν αυτού του είδους λόγοι συντρέχουν, τότε το άτομο στον ψευδή λόγο βρίσκει ένα στέγαστρο για να στεγάσει τις προσωπικές του επιδιώξεις, παρορμήσεις η αξίες. Τότε γι’ αυτόν το ψεύδος αποκτά μεγάλη ισχύ, αφού υποστηρίζεται από την προσωπική επιθυμία. Η αποκάλυψή του είναι δύσκολη, γιατί συνεπάγεται άρνηση της επιθυμίας του και του εσωτερικού ισοδύναμου, το οποίο υπηρετείται με το ψεύδος αυτό. Αν αυτό το εσωτερικό ισοδύναμο είναι ασυνείδητο, τότε μπορεί αυτός ο άνθρωπος κάποτε να κατανοήσει την υποκείμενη δυναμική, να αναγνωρίσει το ψεύδος και να εναντιωθεί σ’ αυτό. Αν είναι συνειδητό, τότε το άτομο θα συμπλεύσει συνειδητά με το ψεύδος και η αλλαγή απαιτεί την παραίτηση από το σύστημα των  αξιών.

Καταλήγουμε λοιπόν ότι το ψεύδος περιλαμβάνεται μέσα στη διαλεκτική της γνώσης. Όσο περισσότερη γνώση υπάρχει στον ψευδόμενο, τόσο το ψεύδος είναι ισχυρότερο. Όσο η γνώση είναι μεγαλύτερη στον αποδέκτη τόσο ευκολότερα το αποκαλύπτει και  αυτό γίνεται ανίσχυρο,  ένα άχρηστο είδος κατάλληλο μόνο για τα σκουπίδια.

Τέλος καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα. Το ψεύδος συνιστά μια ανήθικη  μορφή εξουσίας, η οποία χρησιμοποιεί τη γνώση ή την έλλειψή της.

Για να υποστηρίξει κανείς τα δεδομένα αυτής της σύντομης θεωρητικής αναφοράς θα μπορούσε να αναφέρει χίλια παραδείγματα από τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα. Ή μάλλον η συνολική πολιτική πραγματικότητα ξεκινά από ένα ψεύδος και διαρκώς ολοκληρώνει τις επιθυμητές συνέπειες των ψευδομένων. Το ψεύδος ολοκληρώνει τον εαυτό του. Γιατί αν κάτι ξεκινήσει ως ψεύδος είναι υποχρεωμένο να συνεχίσει ως ψεύδος, αφού αν αλλάξει και βάλει μέσα του στοιχεία αλήθειας, τότε θα αναιρέσει τον εαυτό του.

Θα φέρουμε ένα κεντρικό παράδειγμα.

Όλη η καταστροφή της Ελλάδας, που ζούμε σήμερα, στηρίζεται επάνω σε ένα ψεύδος. Ότι δηλαδή αν δεν ληφθούν όλα αυτά τα εξοντωτικά, φονικά και καταστροφικά μέτρα, τότε η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει. Αυτό είχε ειπωθεί εκατομμύρια φορές και σε χιλιάδες γλωσσικές παραλλαγές. Βασική συνοδός φράση ήταν «για να σωθεί η Ελλάδα». Αυτός ήταν ο μονότονος αλλά κρίσιμος λόγος που έφτανε στα αυτιά του κόσμου. Συγχρόνως όμως τα ανώτερα και ανώτατα κλιμάκια γνώριζαν ότι η χρεοκοπία της Ελλάδας είναι προσχεδιασμένη. Εμείς την βλέπουμε να επέρχεται αργά αλλά σταθερά, βρίσκεται ήδη προ των πυλών και βέβαια με τα μέτρα του επόμενου Μνημονίου θα  ολοκληρωθεί. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια συνειδητή και οργανωμένη πράξη—με ό,τι αυτή εμπεριέχει—η οποία κρύβεται πίσω από τη ψευδή φράση: «Να σώσουμε την Ελλάδα από την πτώχευση» Αυτό το ψεύδος έγινε σε μεγάλο βαθμό πιστευτό και εξακολουθούν πολλοί ακόμα να το πιστεύουν. Κι αυτό γιατί αγγίζει κάποια κρίσιμη πτυχή του σύγχρονου μεσοαστού και μικροαστού. Τον τρόμο του μπροστά σε κάποιες βασικές, θα λέγαμε πανανθρώπινες, ελλείψεις, πχ. ότι δεν θα μπορούσαμε να τρώμε, όπως τώρα, ότι δεν θα είχαμε βενζίνη να κινηθούμε όπως τώρα, κλπ. οι οποίες όμως όσο μεγάλες και αν είναι δεν σημαίνει ότι θα πεθαίναμε. Όταν ο άνθρωπος είναι κοντά στον εαυτό του η έλλειψη  οδηγεί στον έρωτα και στη δημιουργία. Όταν είναι μακριά από τον εαυτό του, τότε η έλλειψη αυτή μέσα στη φαντασία του ισοδυναμεί με θάνατο. Γι’ αυτό προσπαθεί να τη γεμίσει με δοσμένες ψευτοικανοποιήσεις και με τη χρήση καταναλωτικών αγαθών. Στις χειρότερες των περιπτώσεων καταφεύγει σε ουσίες ή και σε ψυχιατρικά συμπτώματα. Έτσι λοιπόν πολλοί από τους Έλληνες ‘άκουσαν’ το ψεύδος σαν αλήθεια. Εκείνοι που το είπαν ήξεραν ότι έτσι θα ακουσθεί, τουλάχιστον από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, γιατί είχαν μελετήσει πολύ καλά, το τι ήθελαν να ακούσουν και τι φοβόταν ν’ ακούσουν οι άνθρωποι∙ και φαίνεται πως δεν είναι μόνο οι Έλληνες. Φαίνεται ότι το μέγιστο ποσοστό των Ελλήνων, οι οποίοι υποχωρούν στα προστάγματα του Μνημονίου και λένε: «μα τι να κάνουμε, να χρεοκοπήσουμε;» ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία και τρέμουν το φάντασμα της έλλειψης.

Θα αναφέρουμε άλλο ένα παράδειγμα: Ακούσαμε τον πρόεδρο της Ισλανδίας—μιλώντας για την άρνησή του να υπογράψει τη μετάθεση του χρέους από την τράπεζα στο κράτος, δηλαδή, στο λαό—να περιγράφει τη θύελλα των αντιδράσεων, όχι μόνο από τους εκπροσώπους των αγορών αλλά και από όλους τους υπουργούς και βουλευτές. Ας δεχθούμε ότι κάποιοι ήταν συνεργάτες των αγορών και κάποιοι όχι—όπως ίσως και στην Ελλάδα. Αυτοί που δεν  ήταν συνεργάτες, αλλά ωστόσο διαμαρτυρόταν έχουμε το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι είχαν πεισθεί στο ψεύδος, λόγω του αξιολογικού τους προσανατολισμού προς την εσχάτη των αξιών, που είναι το χρήμα και οι αγορές. Θα λέγαμε, προς το ‘θεϊκό μέγεθος’ του χρήματος και των αγορών, οι οποίες ούτε ψέματα λένε, ούτε λάθη κάνουν, ούτε επιδέχονται αντιρρήσεις.

Τα παραδείγματα είναι άπειρα, που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την παραπάνω γενική και θεωρητική ανάλυση. Αλλά, ενώ η τέχνη είναι μακρά, δυστυχώς, όχι μόνο ο βίος, αλλά και ο χώρος στο διαδίκτυο είναι βραχύς.

Γιώργος Μποτονάκης

Μάρτης 2012

Email: gio.boton@gmail.com

Σχολιάστε